μηδαμή — μηδαμῇ (Α) επίρρ. 1. (τρόπου) με κανέναν τρόπο 2. (τόπου) σε κανένα μέρος, πουθενά. [ΕΤΥΜΟΛ. < μηδαμός «κανένας» + επιρρμ. κατάλ. ῇ (πρβλ. κρυφ ῇ, οὑδαμ ῇ)] … Dictionary of Greek
μηδαμοί — μηδαμοῑ (Α) επίρρ. (πιθ. γρφ.) σε κανένα μέρος, πουθενά. [ΕΤΥΜΟΛ. μηδαμός + επιρρμ. κατάλ. οῖ (πρβλ. οὐδαμ οῖ)] … Dictionary of Greek
μηδαμού — (Α μηδαμοῡ και μηθαμοῡ) επίρρ. (τόπου) σε κανένα μέρος, πουθενά («τῶν Ἑλληνίδων πόλεων ἥτις μηδαμοῡ ξυμμαχεῑ», Θουκ.) αρχ. (τρόπου) σε καμιά περίπτωση, καθόλου. [ΕΤΥΜΟΛ. < μηδαμός + επιρρμ. κατάλ. οῦ (πρβλ. ουδαμ ού)] … Dictionary of Greek
μηδαμώς — (Α μηδαμῶς και μηθαμῶς) επίρρ. (τρόπου) με κανέναν τρόπο, καθόλου, ουδαμώς. [ΕΤΥΜΟΛ. < μηδαμός + επιρρμ. κατάλ. ῶς (πρβλ. ουδαμ ώς)] … Dictionary of Greek
παμπληθεί — (Α) επίρρ. όλο μαζί το πλήθος («ἀνέκραξαν δὲ παμπληθεί λέγοντες», ΚΔ). [ΕΤΥΜΟΛ. < παμπληθής + επιρρμ. κατάλ. εί (πρβλ. ουδαμ εί)] … Dictionary of Greek