οὐδάμ'

οὐδάμ'
οὐδαμά , οὐδαμός
not any one
neut nom/voc/acc pl
οὐδαμά̱ , οὐδαμός
not any one
fem nom/voc/acc dual
οὐδαμά̱ , οὐδαμός
not any one
fem nom/voc sg (doric aeolic)
οὐδαμέ , οὐδαμός
not any one
masc voc sg
οὐδαμαί , οὐδαμός
not any one
fem nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • μηδαμή — μηδαμῇ (Α) επίρρ. 1. (τρόπου) με κανέναν τρόπο 2. (τόπου) σε κανένα μέρος, πουθενά. [ΕΤΥΜΟΛ. < μηδαμός «κανένας» + επιρρμ. κατάλ. ῇ (πρβλ. κρυφ ῇ, οὑδαμ ῇ)] …   Dictionary of Greek

  • μηδαμοί — μηδαμοῑ (Α) επίρρ. (πιθ. γρφ.) σε κανένα μέρος, πουθενά. [ΕΤΥΜΟΛ. μηδαμός + επιρρμ. κατάλ. οῖ (πρβλ. οὐδαμ οῖ)] …   Dictionary of Greek

  • μηδαμού — (Α μηδαμοῡ και μηθαμοῡ) επίρρ. (τόπου) σε κανένα μέρος, πουθενά («τῶν Ἑλληνίδων πόλεων ἥτις μηδαμοῡ ξυμμαχεῑ», Θουκ.) αρχ. (τρόπου) σε καμιά περίπτωση, καθόλου. [ΕΤΥΜΟΛ. < μηδαμός + επιρρμ. κατάλ. οῦ (πρβλ. ουδαμ ού)] …   Dictionary of Greek

  • μηδαμώς — (Α μηδαμῶς και μηθαμῶς) επίρρ. (τρόπου) με κανέναν τρόπο, καθόλου, ουδαμώς. [ΕΤΥΜΟΛ. < μηδαμός + επιρρμ. κατάλ. ῶς (πρβλ. ουδαμ ώς)] …   Dictionary of Greek

  • παμπληθεί — (Α) επίρρ. όλο μαζί το πλήθος («ἀνέκραξαν δὲ παμπληθεί λέγοντες», ΚΔ). [ΕΤΥΜΟΛ. < παμπληθής + επιρρμ. κατάλ. εί (πρβλ. ουδαμ εί)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”